- δίχρωμος
- δί-χρωμος, ον, = foreg., Luc.Prom.Es4, Gal.13.460.II Subst. δίχρωμος, ἡ, name of a plaster, Aët.15.13.2 δίχρωμον, τό, = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίχρωμος — plaster masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχρωμος — η, ο (AM δίχρωμος, ον) αυτός που έχει δύο χρώματα μσν. το θηλ. ως ουσ. η δίχρωμος ονομασία εμπλάστρου αρχ. το ουδ. ως ουσ. το δίχρωμον το φυτό περιστερόχορτο … Dictionary of Greek
δίχρωμος — η, ο αυτός που έχει δύο χρώματα: Φορούσε δίχρωμη μπλούζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίχρωμον — δίχρωμος plaster masc/fem acc sg δίχρωμος plaster neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχρώμοις — δίχρωμος plaster masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχρώμους — δίχρωμος plaster masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχρώμῳ — δίχρωμος plaster masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχρωμα — δίχρωμος plaster neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχρωμοι — δίχρωμος plaster masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
δίχρους — ουν και δίχροος, ο (AM δίχρους, ουν και δίχρος, ον) ο δίχρωμος … Dictionary of Greek